-
1 установка
1. (оборудование) η εγκατάσταση, η διάταξη, η συσκευήτο μηχάνημαο μηχανισμόςбортовая - του σκάφους (πλοίου, αεροσκάφους)водоочистная - επεξεργασίας/καθαρισμού του ύδατοςводоподготовительная - см. водоочистнаягребная мор. - πρόωσηςопреснительная - см. обессоливающаяоросительная - του ποτίσματος/ψεκασμούпусковая косм. - εκτόξευσηςтормозная - το σύστημα πέ-δης/φρεναρίσματοςхолодильная - ψυκτική -, το ψυγείο2. (процесс монтажа) η εγκατάσταση, η τοποθέτηση, η προσαρμογή 3. (регулировка величины по прибору) η ρύθμισηη επιδίωξη, η εντολή, η οδηγία5. физиол. η προσαρμογή (του οργανισμού).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > установка
-
2 масло
το έλαι/ο, το λάδιантраценовое - (хим.тех.) το ανθρακενιέλαιοгустое - πυκνό -, παχύ -дизельное - το ντίζελ/die-selкасторовое - το ρετσινόλαδο, το ρετσινέλαιοкукурузное - το καλαμποκέλαιο, το λάδι αραβόσιτουкунжутное - см. сезамовое -льняное - του λινόσπορου, το λινέλαιοмашинное - της μηχανής, το μηχανέλαιοминеральное - ορυκτό -, το ορυκτέλαιοподсолнечное - το σπορέλαιο, το ηλιέλαιοрезиновое - ρητίνης, το ρητινέλαιοсоевое - σόγιας, το σογιέλαιοсоляровое - см. соляртерпентинное - см. скипидартоплёное - το λειωμένο βούτυρο, το βούτυρο μαγειρικήςтрансформаторное - μετασχηματιστών (πλ.)турбинное - (αεροστροβίλου/τουρμπίναςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > масло
-
3 нагнетатель
1. (компрессор) о υπερσυμπιεστήςο υπερπληρωτήςτο κομπρεσέρ (ξεν.)2. (насос) η αντλίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > нагнетатель
См. также в других словарях:
κομπρεσέρ — το όργανο εκσκαφής με μυτερό έμβολο στην άκρη του, το οποίο λειτουργεί με συμπιεσμένο αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. compresseur < ρ. compresser < λατ. compresso «συμπιέζω»] … Dictionary of Greek